|
Βρίσκεστε στη σελίδα: Νέα - Άρθρα
20/5/2017 |
ΚΌΚΚΙΝΑ ΠΑΠΟΎΤΣΙΑ |
|
ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΕΣ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΘΥΜΙΣΕΣ –
Μην τάξεις στον Άγιο κερί και του παιδιού παιχνίδια. Γιατί το τάξιμο είναι μεγάλη, ιερή υπόσχεση και το τάμα δεν το ξεχνά ο Άγιος και πολύ περισσότερο το παιδί. Στον Άγιο αν το τάμα δεν δοθεί, βαραίνεις την ψυχή σου, μα αν ξεχάσεις του παιδιού είναι μεγάλο κρίμα. Βαριά το φέρνει μέσα του και συχώρεση δε δίνει! Αυτά τα λόγια βγαίνουν μέσα από την ψυχή μου γιατί σαν παιδί βίωσα κι εγώ την άρνηση μιας τέτοιας υπόσχεσης. Σαν παιδί πάντα ονειρευόμουνα να έχω κι εγώ όμορφες φορεσιές, όμορφα παπούτσια, καλό φαγητό και πολλά, πολλά παιχνίδια. Να νιώθω κι εγώ όπως εκείνα τα αρχοντόπουλα που ζούσαν στο χωριό μου που οι γονείς τους είχαν βιός και χρήματα. Φορούσαν όμορφα ρούχα και πάντα καινούρια διαλεχτά παπούτσια.
Οι δικιές μου φορεσιές ήταν φτωχά, φτηνά παντελόνια και σακάκια, ραμμένα από κάποιο παλιό φορεμένο ύφασμα. Φθαρμένα και μπαλωμένα σε πολλά μέρη από την πολύ χρήση και τα πολλά πλυσίματα. Παλτό σαν παιδί, ποτέ μου δε φόρεσα, τα πόδια μου τον περισσότερο καιρό έμεναν ξυπόλυτα γιατί δεν άντεχα να φορώ τα ίδια εκείνα περσινά ή και προπέρσινα ακόμα λαστιχένια παπούτσια, σκισμένα και ραμμένα με κάποια σακοράφα από χοντρό , λιναρένιο σπάγκο. Το φθινόπωρο σαν έπιαναν τα πρωτοβρόχια, τότε μου αγόραζαν οι γονείς μου από το εμπορικό κατάστημα του απέναντι χωριού ή από κάποιον πλανόδιο έμπορα εκείνα ακριβώς τα ίδια μαύρα γυαλιστερά λαστιχένια παπούτσια ή κάνα ζευγάρι λαστιχένιες γαλότσες που στόλιζαν τα αδύνατα κοκαλιάρικα πόδια μου. Αν καμιά φορά μου αγόραζαν με τις λίγες οικονομίες που τους περίσσευαν, καμιά καινούρια μπλούζα ή σακάκι από φθηνό ύφασμα για να πηγαίνουμε στην εκκλησιά, έβλεπα πως τα άλλα εκείνα παιδιά στις γιορτές φορούσαν πιο όμορφα και ακριβά ρούχα, που φαίνονταν έντονα η διαφορά με τα δικά μου τα φτηνιάρικα. Τότε ένιωθα ταπεινωμένος και πικραινόμουνα, λες και μέσα μου φώλιαζε το σαράκι της ζήλιας και μου σαράκωνε την παιδική μου καρδιά.
Μα σαν έβγαινα στο παιχνίδι, τότε η ζήλια μου πέρναγε και σαν παιδί ξεχνούσα, γιατί έβλεπα πολλά παιδιά του χωριού μου που ήταν στην ίδια και χειρότερη μοίρα με τη δική μου. Παιδιά που δεν είχαν καθόλου παπούτσια να φορέσουνε τον χειμώνα. Τα λαστιχένια παπούτσια και τα φθηνά εκείνα παλιά ρούχα, δεν μας προστάτευαν από εκείνες τις κρύες, χειμωνιάτικες μέρες και το δριμύ ψύχος, που έκανε τα παγωμένα νερά να κατεβαίνουν από τις αστρέχες των σπιτιών, να γίνονται κρούσταλλα, να ακουμπάνε κάτω στη γη και να μοιάζουν σαν τους σταλακτίτες των σπηλαίων σε διάφορα μεγέθη. Εμείς ήμασταν αναγκασμένα να πηγαίνουμε στο σχολείο και να κάνουμε μάθημα μέσα σε εκείνη την αίθουσα, χωρίς θέρμανση που από παντού έμπαινε ακούραστα και με λύσσα ο παγωμένος αέρας.
Μας ξύλιαζε τα πόδια και τα χέρια και μας έκανε τα δάχτυλα των χεριών μας να μένουν κοκαλωμένα. Όσο κι αν τα τρίβαμε, όσο κι αν τα χουχουλιάζαμε αυτά έμενα ανοιχτά, παγωμένα και δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τον κονδυλοφόρο για να γράψουμε τα μαθήματά μας. Αγωνιούσαμε πότε θα γίνει το διάλειμμα, να βγούμε έξω στην πλατεία, να τρέξουμε, να παίξουμε όλα μαζί, να ακουμπήσουμε κατά μήκος στον τοίχο της εκκλησιάς με τα χέρια στις τσέπες, να γινόμαστε ένα ανθρώπινο, παιδικό τείχος για να ζεσταθούμε. Κοιτάζαμε προς τον ουρανό, μπας και ξετρυπώσει μέσα από τα σύννεφα καμιά ηλιαχτίδα να μας ζεστάνει τα παγωμένα κορμιά μας και πάνω από όλα τα πόδια μας που με εκείνα τα λαστιχένια παπούτσια τα νιώθαμε πιο παγωμένα από όλο μας το σώμα.
Δύσκολα πέρναγε ο καιρός με αυτές τις κακουχίες και περιμέναμε πότε θα έρθει η άνοιξη, να έρθει η Λαμπρή, να έρθει του Αι-Γιαννιού του Θεολόγου, να γίνει πανηγύρι στο χωριό μας, μήπως μου αγοράσουν οι γονείς μου κανά όμορφο ρουχαλάκι. Κάποια Κυριακή μια λαμπερή ημέρα από εκείνες τις ξεχωριστές ημέρες της άνοιξης χωρίς ζέστη και χωρίς κρύο, ο παπά Χρήστος, ο ιερέας του χωριού, νωρίς είχε τελειώσει τη θεία Λειτουργία. Μετά το αντίδωρο, ο κόσμος ξεχύθηκε χαρούμενος στην πλατεία. Οι γυναίκες και τα κορίτσια τραβούσαν βιαστικές για τα νοικοκυριά τους. Οι άντρες έκοβαν βόλτες κατά μήκος του δρόμου και κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα. Οι γεροντότεροι έπιασαν τις καρέκλες γύρω από τα τραπέζια στα καφενεία, βγάζοντας την καπνοσακούλα τους, έστριβαν τις τσιγάρες τους με τα ροζ φυλλάδια, φούμαραν το μυρωδάτο καπνό και απολάμβαναν το καϊμακλίδικο καφεδάκι τους και μερικοί από αυτούς είχαν στρωθεί για τα καλά παίζοντας την κολτσίνα τους. Εμείς τα παιδιά χαλάγαμε τον κόσμο με τις φωνές και τα παιχνίδια μας. Εκείνη την ημέρα, έτυχε να έρθει στο χωριό μας κάποιος γυρολόγος και πουλούσε την πραμάτεια του. Πολλοί ήταν εκείνοι που μαζεύτηκαν γύρω του για να δουν ή κάτι να αγοράσουν για το σπιτικό τους. Ανάμεσα σε εκείνους ήταν κι ο πατέρας μου. Εμείς τα παιδιά παρατήσαμε τα παιχνίδια μας, πλησιάσαμε και προσπαθούσαμε να κάνουμε άνοιγμα στο τείχος των πελατών, να ικανοποιήσουμε την παιδική μας περιέργεια, χαζεύοντας εκείνα τα όμορφα καλούδια που έφερνε μαζί του ο άνθρωπος εκείνος με το κλειστό άσπρο αμάξι του. Ήταν πράγματι ένα κινητό κατάστημα για όλες τις ανάγκες ενός νοικοκυριού.
Πήγα κι εγώ και στάθηκα στον πατέρα μου κοντά. Είχε στα χέρια του ένα κουτί και κουβέντιαζε με το γυρολόγο σαν να παζάρευε το περιεχόμενο του κουτιού. Όταν με είδε ο πατέρας μου έβαλε το χέρι του στοργικά στο κεφάλι μου και δείχνοντας τα πόδια μου του είπε: << Νάτο, ξυπόλυτο το έχω! 150 δραχμές είναι πολλά.>> << Δεν είναι ακριβά είπε ο γυρολόγος προσπαθώντας να πείσει τον πατέρα μου. Είναι από καλό πετσί και καλοδουλεμένα. Το μόνο που μπορώ να κάνω, κάθε βδομάδα να μου δίνεις 15 δραχμές μια κι έρχομαι κάθε Κυριακή στο χωριό σας >> Ο πατέρας μου δέχτηκε, πήρε το κουτί, άπλωσε το χέρι του , με αγκάλιασε και με πήγε κοντά στην πόρτα της εκκλησίας σαν να ήθελε να δείξει στον Αι Δημήτρη πως κράτησε το λόγο του για το τάμα που μου χε κάνει. <<Σου το έταξα πολλές φορές πως θα σου έπαιρνα δερμάτινα παπούτσια, δεν το ξέχασα!>> και στο κουρασμένο του πρόσωπο απλώθηκε ένα γλυκό χαμόγελο. Είδα να νιώθει πολύ χαρούμενος που επιτέλους πραγματοποίησε εκείνη την υπόσχεση. Πονούσε η καρδιά του που με έβλεπε ξυπόλυτο με εκείνα τα τρύπια παπούτσια που μου πλήγωναν τα αδύναμα πόδια μου. Μου άνοιξε το κουτί και μου είπε: << Φόρεσέ τα να δω αν σου κάνουνε>>
Αντικρίζοντας το περιεχόμενο, μέσα στην καρδιά μου κάτι σκίρτησε. Ένιωσα μεγάλη χαρά βλέποντας να εμφανίζονται ένα ζευγάρι γκρενά προς το κόκκινο δερμάτινα παιδικά παπούτσια, να γυαλίζουν και να μυρίζουν όμορφα, όπως μυρίζουν όλα τα καινούργια πράγματα και όχι όπως εκείνα τα μαύρα παπούτσια που μύριζαν λάστιχο. Αγκάλιασα τη μέση του πατέρα μου, έβαλα το κεφάλι μέσα στην αγκαλιά του, ήθελα να τον ευχαριστήσω και να τον φιλήσω πολλές φορές, μα η αγωνία μου ήταν τόσο μεγάλη που λαχταρούσα να τα φορέσω γρήγορα και να τα δω να γίνονται δικά μου. Τα φόρεσα και προσπάθησα να δέσω τα κορδόνια τους μα άκρη δεν έβρισκα από τη βιασύνη μου και τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν. Τότε έσκυψε ο πατέρας μου, τα έδεσε, τα κοίταξε και μου είπε: <<Σαν μεγάλα μου φαίνονται!>> Ταράχτηκα! <<Όχι καλά είναι! >> του είπα, από φόβο μήπως και τα γυρίσει πίσω. Μου χαμογέλασε, με χάιδεψε ικανοποιημένος για τη χαρά που μου έδωσε λέγοντας <<Καλά, θα μεγαλώσεις ακόμα! >>
Μερικά παιδιά μαζεύτηκαν κοντά μου και θαύμαζαν με χαμόγελο το καινούργιο μου απόκτημα και εγώ καμάρωνα πως επιτέλους είχα γίνει κι εγώ κάτι κι έφυγα γρήγορα να πάω στο σπίτι μου να τα δείξω στη μάνα μου να χαρεί, να δει πως δε θα είμαι πια ξυπόλυτος και να μοιραστώ μαζί της τη χαρά μου. Τάχυνα το βήμα μου, τα παπούτσια μου τα ένιωθα βαριά και λίγο μεγάλα και με δυσκόλευαν στο γρήγορο περπάτημά μου. Μα εμένα δεν με ένοιαζε. Έσκυβα τα κοίταζα και γέμιζε η καρδιά μου χαρά όπως τα έβλεπα έτσι καλογυαλισμένα και με το φως του ήλιου να γίνονται πιο αστραφτερά. Κάπου κάπου συναντούσα και κάποιον στο δρόμο μου, έπεφτε η ματιά του στα καινούργια μου παπούτσια και μου έλεγαν χαμογελώντας: <<Με γεια, με γεια τα καινούργια σου σκαρπίνια>> κι εμένα φτερούγιζε η ψυχή μου από ενθουσιασμό σαν άκουγα εκείνη την ευγενική ευχή. Ήθελα να μπω στο κάθε σπίτι που περνούσα, να τα δείχνω σε όλους και να ακούω εκείνο το υπέροχο <<με γεια >>
Μα εμένα ποιο πολύ με ένοιαζε! Να βρεθώ γρήγορα κοντά στη μάνα μου, να χαρεί κι εκείνη όπως ο πατέρας μου. Φτάνοντας στο σπίτι, άνοιξα με βιασύνη την πόρτα, βλέπω τη μάνα μου και μια ξένη γυναίκα που απ’ το γιορτινό της ντύσιμο έδειχνε πως ήταν από άλλον τόπο, από κάποιο κεφαλοχώρι ή από κάποια πόλη και γύρω οι αδερφές μου λες και είχαν κάποιο συμβούλιο. Κάτι σοβαρό κουβέντιαζαν κι η μάνα μου ήταν πολύ σκεπτική. << Μάνα>> της φώναξα! <<Τήρα τι μου αγόρασε ο πατέρας>> και έτρεξα να πάω κοντά της. Εκείνη δεν κουνήθηκε και το πρόσωπό της άλλαξε χρώμα, έγινε πιο κόκκινο κι από το χρώμα των παπουτσιών μου λες κι όλο το αίμα της, της ανέβηκε στο κεφάλι. Σηκώθηκε, με τράβηξε με βία και με πήγε στο άλλο δωμάτιο. <<Πόσο σου τ’ αγόρασε; >> είπε νευριασμένα μα χαμηλόφωνα να μην ακουστεί και εγώ με την παιδική μου αφέλεια της είπα την τιμή που συμφώνησε ο πατέρας μου χωρίς να καταλαβαίνω εκείνη την μεταχείριση. << Βγάλτα ! >> μου είπε και γονατίζοντας προσπάθησε να μου τα βγάλει από τα πόδια, μουρμουρίζοντας: <<Καλύτερα να μην έρθει εδώ σήμερα >> και εννοούσε τον πατέρα μου. Δεν έχασα στιγμή, της ξέφυγα κι ανοίγω με κάτι αγριοφωνάρες την πόρτα λέγοντας: << Όχι μωρέ, δεν τα βγάζω και θα το πω στον πατέρα>> και βγήκα έξω. Εκείνη την πήρε η ντροπή για την ξένη εκείνη γυναίκα που όπως έμαθα ήταν πρώτη ξαδέρφη της η οποία είχε προξενέψει μια απ τις αδερφές μου και είχε έρθει με το γιό της για να προετοιμάσουν το έδαφος γιατί θα έρχονταν την ημέρα εκείνη ο υποψήφιος γαμπρός να ιδωθεί με την αδερφή μου κι αν ταίριαζαν να συμφωνήσουν και για τα υπόλοιπα.
Ήρθε κι ο πατέρας μου νωρίς στο σπίτι. Τον πήρε η μάνα μου κατά μέρος με ύφος που δε σήκωνε πολλά και του έλεγε: <<Εμείς παντρεύουμε παιδί και εσύ χρεώνεσαι ακριβά παπούτσια; Πως θα τα βγάλουμε πέρα; Σε λίγο έρχεται ο γαμπρός. Τι θα του τάξουμε μωρέ νοικοκύρη; Δε βλέπεις σε τι κατάσταση είμαστε; >> Η μάνα μου έκανε κουμάντο και εκείνη κρατούσε την ισορροπία της οικογένειας, Και δώστου έλεγε, έλεγε μέχρι που τον έπεισε τον πατέρα μου. Κι εγώ που ήμουν έτοιμος να του μαρτυρήσω αυτά που μου έκανε η μάνα μου και να του πω πως απ’ τα χείλη της δεν άκουσα να μου λέει μεγιά ούτε και από κανέναν άλλο. Και πως όλοι ήταν εναντίον μου. Ήμουν ακουμπισμένος στο αγκωνάρι του σπιτιού και σε κάποια απόσταση να μη μπορούν μα με πιάσουν και από κει άκουγα όλα αυτά και πήγαινα να καταρρεύσω απ’ την αγωνία μου και μέσα μου έσκαγα απ’ τη στενοχώρια μου και έλεγα: <<Δεν πρόκειται να τα βγάλω, μακάρι να μου κόψουν και τα δυο μου πόδια παρά να τους αφήσω να τα πάρουν. Πουλί θα γίνω μωρέ έλεγα μέσα μου και θα φύγω από δω. Έτσι σκεφτόμουνα κι έτσι έγινε.
Αποσύρθηκα από το σημείο που παρακολουθούσα και πήγα στη νότια πλευρά του σπιτιού ανάμεσα από τα δυο παράθυρα, εκεί που είχε χτίσει από παλιά ο πατέρας μου ένα φούρνο για το ψήσιμο του ψωμιού. Για σκέπασμα είχε μια τσιμέντινη πλάκα, αρκετά μεγάλη, πλαγιαστή και λεία και αρκετά ψηλή για το μπόι μου. Δύσκολα ανέβαινα και εκεί απάνω πέρναγα πολλές φορές την ώρα μου όταν με απασχολούσε κάτι και εκεί απάνω μου άρεσε να κάθομαι να διαβάζω, βρίσκοντας εκεί την ησυχία μου. Ανέβηκα επάνω να κρυφτώ και να θαυμάζω τα όμορφα σκαρπίνια μου. Ήθελα να τα κρύψω και να μη το μαρτυρήσω σε κανέναν και έκανα διάφορες σκέψεις. Σκέφτηκα να τα κρύψω μέσα στο φούρνο και να τα σκεπάσω καλά με ότι έβρισκα. Δεν ήταν καλή ιδέα! Γιατί θα λέρωναν από στάχτη και καπνιά. Να τα κρύψω σε κάποιο θάμνο μακριά απ το σπίτι; Δεν το τόλμησα! Τη ιδέα μου την έδωσε η καμινάδα. Τεντώθηκα πατώντας στα δάχτυλα των ποδιών μου και τα ακούμπησα προσεκτικά στα κεραμίδια στο πίσω μέρος της καμινάδας και στο σημείο αυτό σιγουρεύτηκα πως κανείς δε θα τα έβρισκε. Σε λίγο τα φόρεσα ξανά. Δεν ήθελα να τα αποχωριστώ. Εκείνη τη στιγμή άκουσα φωνές και άκουσα να λένε: <<Έρχονται, έρχονται! >> Κατέβηκα ταραγμένος, στο σπίτι μου υπήρχε κάποια αναστάτωση. Είδα μια ομάδα ανθρώπων να ανεβαίνει προς το σπίτι μου όλοι τους ξένοι, ντυμένοι σάμπως να πηγαίνουν σε κάποια γιορτή.
Οι αδερφές μου πηγαινοέρχονταν βιαστικές να βάλουν σε τάξη κάποια πράγματα. Η μάνα μου με την ξένη εκείνη γυναίκα, βγήκαν χαμογελαστές, βγήκε κι ο πατέρας μου με τα αδέρφια μου και καλοδέχτηκαν τους ξένους με χαιρετούρες και φιλοφρονήσεις. Μπήκαν στο καλό δωμάτιο, εκμεταλλεύτηκα κι εγώ εκείνη τη στιγμή, μπήκα μαζί με τους άλλους. Σίγουρα η μάνα μου δε θα τολμούσε να μου κάνει την ίδια σκηνή. Ήξερα πως θα την έπαιρνε η ντροπή μπροστά στους ξένους ανθρώπους. Κάθισα επάνω σε ένα φορτσέρι που έβαζαν τον καλό ρουχισμό, την προίκα των κοριτσιών και παρακολουθούσα την κάθε συζήτηση. Κανείς δε με πρόσεχε. Έπρεπε κάτι να κάνω για να είμαι κι εγώ και να συμμετέχω στην παρέα εκείνη. Άρχισα να κουνώ ρυθμικά τα πόδια μου και να βασανίζω με χτυπήματα το κάθισμά μου και τ’ αυτιά σε όλους εκείνους που βρίσκονταν μέσα στο σπίτι που με τους θορύβους δεν ένιωθαν άνετα. Ήθελα με τον τρόπο αυτό να δουν όλοι τα όμορφα εκείνα παπούτσια. Τότε ο μεγάλος μου αδερφός, με κοίταξε με άγριες διαθέσεις και με έκανε να γίνω φρόνιμος. Μετά από αυτό, τον λόγο τον πήρε η προξενήτρα που γνώριζε και τις δυο πλευρές και μπήκαν στο θέμα. Εκείνη ήξερε, όπως φάνηκε, να χειρίζεται καλά αυτές τις υποθέσεις. Μετά τις συστάσεις, ρώτησαν και τους ενδιαφερόμενους αν δέχονται και είπαν κι εκείνοι το ναι. Έμεινε το θέμα της προίκας.
Τώρα κανείς δε μιλούσε. Τότε έσπασε ο πατέρας μου τη σιωπή. <<Με το παρντόν >> είπε και έσκυψε να ανάψει το τσιγάρο του από την κάφτρα του αναμμένου τσιγάρου ενός ξένου που ήταν και ο γηραιότερος της παρέας. Αποτάνθηκε στο ίδιο πρόσωπο. <<Πέστε μας για την προίκα τι απαίτηση έχετε;>> <<Εσείς τι δίνετε;>> είπε ο ξένος. Πετάχτηκε η μάνα μου και τους είπε: <<Εμείς για προίκα του κοριτσιού της δίνουμε δέκα χιλιάδες δραχμές και το ρουχισμό >>. <<Συμφωνούμε για το ποσό αυτό, η απαίτησή μας είναι να δώσετε και τη ντουλάπα>> είπε ξανά εκείνος. Η κυρά προξενήτρα αυτά μας έταξε. Εκείνη δε μίλησε λες και κατάπιε τη γλώσσα της. Η μάνα μου γύρισε και την κοίταξε με θυμό
και το πρόσωπό της έγινε ξανά κόκκινο εκείνη την ημέρα γιατί δεν είχε προτείνει κάτι τέτοιο. Μια ντουλάπα την εποχή εκείνη είχε αξία πάνω από δύο χιλιάδες δραχμές. Μεγάλη υπόθεση για έναν φτωχό οικογενειάρχη και γι’ αυτό η μάνα μου δεν δέχτηκε εκείνο τον όρο. Σηκώθηκαν να φύγουν.
Εμένα χάρηκε η ψυχή μου γιατί γάμος δε θα γινόταν μετά την άρνηση της μάνας μου. Ξεκίνησαν εκείνοι κι έφυγαν, η μάνα μου πικράθηκε. Κάτι είπαν με την ξαδέρφη της την προξενήτρα, έγινε βιαστικά ένα συμβούλιο κι έστειλαν κάποιον και τους πρόλαβε πιο κάτω και τους είπε πως το αίτημά τους γίνεται δεκτό, Γύρισαν οι συμπέθεροι κι ο γαμπρός και τότε άρχισαν οι ευχές για καλά στεριώματα. Είδα κι εγώ πως άλλαξαν τα πράγματα , βγήκα έξω πικραμένος, ανέβηκα ψηλά στο φούρνο κι έκανα κι εγώ τα όνειρά μου. Σε λίγο καιρό θα γιόρταζε ο Αι Γιάννης, θα πήγαινα στο πανηγύρι, εκεί που θα έρχονταν οι συγγενείς μου με όλα τα ξαδέρφια μου, θα παίζαμε και για πρώτη φορά θα χαιρόμουνα μαζί τους , με τα καινούργια μου παπούτσια.
Το μέρος που καθόμουνα ήταν σκιερό και δροσερό. Συνήθιζα τακτικά τα βράδια του καλοκαιριού να ξαπλώνω σε εκείνη την τσιμέντινη πλάκα και να λιάζομαι στις καλές ηλιόλουστες ημέρες. Εκεί ένιωθα τώρα σιγουριά, έτσι ξάπλωσα φαρδύς πλατύς κι άκουγα τις φωνές και τα γέλια μέσα στο σπίτι μου. Όπως ήμουνα ξαπλωμένος είδα ξαφνικά και λίγο πιο πάνω από το σπίτι μου να περνά ο Καραμάνης, ο πιο μισητός παιδικός μου εχθρός. Ο Καραμάνης ήταν ένα μεγαλόσωμο μαύρο με μπεζ χρώμα στα πόδια άγριο μαντρόσκυλο του γείτονά μας του μπάρμπα Λάμπρου. Αυτό το σκυλί δεν έκανε εύκολα φίλους, ούτε και σε παιδιά χαριζόντανε. Δύο φορές κουτρουβαλιάστηκα μαζί του για πολλά μέτρα. Κινδύνεψε η ζωή μου και γλίτωσα χάρη στην επέμβαση άλλων ανθρώπων με μερικές βαθιές δαγκωματιές στα χέρια και στα πόδια μου. Ο Καραμάνης με είδε εκεί ψηλά που ήμουνα, κοντοστάθηκε με κοίταξε για λίγο, προχώρησε, στάθηκε κοντά σε έναν θάμνο, σήκωσε το πισινό του πόδι, τον κατάβρεξε και εξαφανίστηκε. Εγώ ανασηκώθηκα, φούντωσε μέσα μου το μίσος μου για εκείνο το σκυλί. Τώρα με τα καινούργια μου παπούτσια μπορούσα να δώσω μάχη μαζί του, να τον νικήσω, να του συντρίψω εκείνα τα επικίνδυνα σαγόνια και να βγω εγώ ο νικητής και με τις σκέψεις εκείνες με πήρε ο ύπνος.
Είδα όνειρο, ένα όνειρο σαν αληθινό. Είδα πως ξεκίνησα να πάω εκδρομή μαζί με άλλα παιδιά του σχολείου όπως το συνήθιζε ο δάσκαλος να μας πηγαίνει την πρώτη του Μάη στο μοναστήρι της Παναγίας στο Λιγοβίτσι. Εγώ ένιωθα να περπατώ ανάλαφρα, δεν ακολουθούσα το μονοπάτι μαζί με τα άλλα παιδιά και πήγαινα στα δύσκολα. Ήθελα να τσαλαπατήσω τα άγρια αγκάθια, να περπατήσω πάνω σε αγκαθωτά πουρνάρια και σφέλαχτα, ήθελα να διαλύσω και να λειάνω τις μυτερές και επικίνδυνες πέτρες που πλήγιαζαν τα ξυπόλητα πόδια των παιδιών. Δεν κράτησε πολύ αυτή η διαδρομή. Έφτασα στο ύψος του Αι Γιάννη, σε κείνο το γραφικό εκκλησάκι ψηλά στο λόφο. Στάθηκα και κοίταξα πίσω μου. Είδα το χωριό μου να απλώνεται εκεί κάτω χαμηλά, όμορφο όπως δεν το είχα ξαναδεί έτσι ποτέ. Και τότε ένιωσα την επιθυμία να πετάξω, Μου φάνηκε ότι τα παπούτσια μου ήταν μαγικά, εκείνα μου έδιναν εκείνη τη δύναμη. Έγινα ελαφρύς και όπως ήταν εκείνο το ύψος, άρχισα να τρέχω σε ένα πλαγιαστό μέρος προς την πλευρά του χωριού μου. Μάζεψα τα πόδια μου όπως κάνουν τα πουλιά και βρέθηκα στον αέρα και άρχισα να πετώ. Φτερά δεν είχα, ήταν αρκετό να κουνώ ελαφρά τα χέρια μου και να απολαμβάνω εκείνο το όμορφο συναίσθημα. Πήρα μεγάλο ύψος, είδα από ψηλά τα δέντρα, τους λόφους και το χωριό μου, είδα μια ομάδα από ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί και να με κοιτάζουν από εκεί χαμηλά. Ξαφνικά γυρίζω πάνω από το σπίτι μου και τότε άρχισα να χάνω ύψος. Τα πόδια μου κουράστηκαν και τα παπούτσια μου βάρυναν.
Προσπαθούσα να ανεβώ ψηλά μα πάλι χαμήλωνα, ένιωθα μεγάλη κούραση. Βλέπω τον Καραμάνη από κάτω να με ακολουθεί αγριεμένος και να προσπαθεί να μου αρπάξει το παπούτσι μου. Σε κάποια στιγμή τα κατάφερε. Αρπάζει το ένα από τα δύο μου πόδια και με τραβούσε με δύναμη. Ξυπνώ τρομαγμένος πήγα να σηκωθώ απάνω και μπροστά μου βλέπω τη μάνα μου να μου κρατά με δύναμη τα πόδια μου και να προσπαθεί με μανία να μου βγάλει εκείνα τα παπούτσια. Ήταν η στιγμή που έφυγαν οι ξένοι από το σπίτι, έψαξε, εντόπισε την κρυψώνα μου και με έπιασε στον ύπνο. Αμύνθηκα αρκετά και της προξένησα χτυπήματα με τα πόδια μου στα χέρια της. Αυτό την εξόργισε και έβαλε περισσότερη δύναμη και μεγάλο πείσμα. Εγώ δεν είχα που να κρατηθώ. Η τσιμέντινη πλάκα ήταν πλαγιαστή και εγώ γλιστρούσα. Τέλος, τα κατάφερε. Αρπάζει με μανία τα παπούτσια, απομακρύνεται γρήγορα και την ακούω να λέει οργισμένη <<Εμ, δεν τελέβεσε πια ! >> και τα δίνει στον πατέρα μου που ερχόντανε εκείνη τη στιγμή να με γλιτώσει από τα χέρια της. Πήρε εκείνος τα παπούτσια δακρυσμένος και με πόνο στην ψυχή του τα έδωσε στο γυρολόγο που έτυχε να είναι ακόμα στο χωριό.
Εγώ ανακάθισα, μάζεψα τα γόνατά μου, έβαλα τα χέρια μου σταυρωτά απάνω, ακούμπησα το κεφάλι μου και ξέσπασα σε ένα βουβό, τρανταχτό κλάμα. Δεν μου έβγαλαν μόνο τα παπούτσια, μου ξερίζωσαν την καρδιά και την ψυχή μου. Και τώρα ακόμα θυμάμαι και μέσα στο βάθος του μυαλού μου βλέπω τον εαυτό μου, βλέπω εκείνο το παιδί να μένει ξυπόλυτο, ασάλευτο, μαρμαρωμένο, σαν πέτρινο άγαλμα στην ίδια θέση χωρίς καρδιά, χωρίς ψυχούλα.
|
Επιστροφή στις κατηγορίες νέων |
|
Eπισκέψεις
To δικτυακό μας τόπο έχουν επισκεφθεί
199868 φορές
19577 μοναδικοί επισκέπτες.
Τοποθεσία
Δείτε την ακριβή θέση των γραφείων του συλλόγου και του Βελανιδοδάσους Ξηρομέρου σε Google maps
|