O ΓΥΦΤΟΝΙΟΝΙΟΣ
‘Έχω ακούσει πολλούς ανθρώπους να λένε πως είδαν τον Χάρο με τα μάτια τους. Είναι μια συνηθισμένη φράση που ακούγεται συχνά και την ακούει κανείς από ανθρώπους που σε κάποιες δύσκολες στιγμές, που πέρασαν στη ζωή τους, όπως κάποια αρρώστια ή κάποιο ατύχημα που παραλίγο να τους στοιχίσει τη ζωή. Πολλές φορές ακόμη και από συνήθεια θέλοντας να περιγράψουν ορισμένες άσχημες στιγμές της καθημερινότητας. Έχω δει άτομα ηλικιωμένα κι ανήμπορα ξαφνικά να σκεπάζουν το πρόσωπό τους νομίζοντας πως θα ιδούν το Χάρο με το γιαταγάνι του, να τους παίρνει την ψυχή κόβοντας τους το κεφάλι και το χρώμα του προσώπου τους να γίνεται κάτασπρο από το φόβο τους.
Από μικρό παιδί άκουγα ιστορίες από τους παλιούς να λένε τόσα πολλά γι’αυτόν τον αδυσώπητο και ανελέητο μακελάρη, να τον περιγράφουν σαν έναν κατάμαυρο μαυροντυμένο καβαλάρη με το μαύρο του άλογο και το γυμνό σπαθί του. Να παίρνει τους νιους απ τα μαλλιά, τους γέρους απ τα γένια, να παίρνει και μικρά παιδιά στη σέλα αραδιασμένα , όπως αναφέρεται σε τραγούδι που τραγουδιέται στον τόπο μου . ‘Έτσι τον φαντάζονται! Εγώ όμως τον είδα αληθινά με τα ίδια μου τα μάτια και μου τραυματίστηκε η ψυχή μου. Τον είδα κάποια βραδιά ολοζώντανο, χωρίς άλογο, χωρίς σπαθιά, χωρίς γιαταγάνια. Μαύρος, κατάμαυρος. Με μια απαίσια μορφή, να βγάζει αφρούς από το στόμα του, κοντός και βρώμικος που με έπνιγε η μπόχα καθώς με πλησίασε. Ήταν μια βραδιά που παίζαμε στην πλατεία του χωριού μου. Μια βραδιά γλυκιά φεγγαρόφωτη με το φεγγάρι σχεδόν μεσούρανα ανεβασμένο είχε ανατείλει από νωρίς πάνω απ τις κορφές του λόφου Παλιόκαστρο κι άρχισε το παιχνίδι κι εκείνο μαζί μας ένα ασταμάτητο ακούραστο κρυφτούλι. Να τρέχει από το βοριά προς το νοτιά με βιασύνη, ανάμεσα από σκόρπια πυκνά μαύρα σύννεφα, πότε να κρύβετε για λίγο και να σκοτεινιάζει και πότε να βγαίνει σε καθαρό ολόλαμπρο ουρανό και να κάνει την νύχτα μέρα.
Λίγες ημέρες πριν είχε έρθει στο χωριό μου , όπως συνήθιζε κάθε χρονιά την ίδια πάντα εποχή, να κατασκηνώνει στο κέντρο του χωριού μου και λίγα μέτρα πιο πέρα από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, ο Γύφτο Nιόνιος. Ο Γύφτος αυτός έρχονταν στο χωριό μου με τη φαμίλια του, έστηνε το τσαντίρι του και έμενε εκεί για αρκετό καιρό. Σαν ξημέρωνε, έβγαινε με τη γύφτισσά του και τα παιδιά τους για δουλειές και τα βράδια σαν γύριζε αμόλαγε τα γυφτόπουλά του και γίνονταν ένα στα παιχνίδια με μας. Ήσυχος άνθρωπος ήταν, δεν πείραζε κανέναν. Είχε καλές σχέσεις με τους συγχωριανούς, κοίταζε τη δουλειά του, γι αυτό και ήταν ταχτικός στο χωριό.
Τις νύχτες άναβαν καταμεσής του τσαντιριού μια μεγάλη φωτιά και τότε γίνονταν σωστό πανηγύρι. Κάποια γυφτόπουλα έπαιζαν φλογέρα και ντέφι, χόρευαν καρσιλαμά και τσιφτετέλι και πέρναγαν όμορφα. Την χαρά και την ευτυχία τους την έβλεπε κανείς στα πρόσωπα των παιδιών σαν έβγαιναν και χόρευαν και έξω από το τσαντίρι. Εμείς καθόμαστε και απολαμβάναμε τις ευτυχισμένες στιγμές εκείνης της οικογένειας Κάποιο γυφτόπουλο, μου χάρισε κι εμένα μια αυτοσχέδια φλογέρα από καλάμι. Έκανα μεγάλη χαρά και γίναμε φίλοι. ‘Έτσι πέρναγε ο καιρός και συνηθίζαμε και εμείς την παρουσία του Γύφτο Nιόνιου,
Εκείνη τη βραδιά, όπως αναφέρω πιο πάνω, ήμασταν πάρα πολλά παιδιά μαζεμένα στην πλατεία, αφού είχαμε ησυχάσει από τα παιχνίδια, αρχίσαμε να μαζευόμαστε σε ομαδούλες και να συζητάμε διάφορα. Μια ομάδα από μεγαλύτερα παιδιά, άλλα είχαν στο μυαλό τους. Είχαν βάλει στόχο το τσαντίρι του γύφτου. Ένας από αυτούς ήταν ο αδερφός μου, σκέτο πειραχτήρι! Με παρέα τον φίλο του Παναγιώτη και μερικούς άλλους, σκαρφίζονταν διάφορες διαβολιές και πειράγματα.
Τη βραδιά εκείνη είχαν βάλει στόχο το τσαντίρι του γύφτου, είχαν σχεδιάσει καλά την επιχείρηση. Είχαν ετοιμάσει τις λαστιχένιες τους σφεντόνες και είχαν εφοδιαστεί με καλοδιαλεγμένες πέτρες (στουμπιές) όπως τις λέγαμε. Γεμίσανε τις τσέπες και περιμένανε την κατάλληλη στιγμή για την επίθεση. Από νωρίς η γύφτισσα είχε ετοιμάσει το βραδινό τους φαγητό. Η μυρωδιά του κρέατος και του κρεμμυδιού που τσιγαρίζονταν μέσα στον τέντζερη ευωδίαζε και η ευωδιά αυτή απλώνονταν μέχρι την πλατεία, μας γαργάλαγε τα ρουθούνια και έκανε τα πεινασμένα μας στομάχια να διαμαρτύρονται για τον καλομαγειρεμένο σκαντζόχοιρο. Η μυρωδιά αυτή ήταν γνωστή σε εμένα γιατί μου το ομολόγησε το γυφτόπουλο πως ο τέντζερης τους πολύ συχνά φιλοξενούσε σκαντζόχοιρους που τους έφερνε ο πατέρας του τα βράδια.
Έτσι ο Γύφτο Νιόνιος το βράδυ εκείνο στρώθηκε κατάχαμα με την οικογένειά του και απολάμβανε ευτυχισμένος το φαγητό του. Αφού βράδιασε για τα καλά, μικρό παιδί εγώ τότε, γύρω στα εννιά μου χρόνια, με πήρε ο Λάκης, ο αδερφός της νύφης μου, να πάμε για το σπίτι, Καθώς ανηφορίζαμε και λίγα μέτρα πιο πάνω από το τσαντίρι, έπεσε η πρώτη πέτρα πάνω στο καλά τεντωμένο πανί του τσαντιριού. Ακουστήκαν γέλια από τους ενόχους. Ακούγοντας τον πρώτο γδούπο, επακολούθησε ο δεύτερος, ο τρίτος και οι πέτρες δεν είχανε σταματημό και τα γέλια ακούγονταν πιο πολλά και πιο δυνατά. Της προθέσεις εκείνες τον παιδιών τις γνωρίζαμε ακούγαμε της πέτρες που πέφτανε σαν βροχή πάνω στο τσαντίρι σταθήκαμε και ξεσπούσαμε κι εμείς σε δυνατά γέλια. Στάθηκε η μπουκιά στο λαιμό του Γύφτου και το φαγητό κόπηκε στη μέση. Άφριζε ο Γύφτος από το κακό του, τα παιδιά του γίνανε μια αγκαλιά και κρύβανε τα κεφάλια τους πανικόβλητα λες και το τσαντίρι ήτανε κτισμένο από πέτρα και θα γκρεμίζοντας από κάποιο σεισμό. Η Γύφτισσα καταριόνταν και αναθεμάτιζε! Βγαίνει ο Γύφτος βρίζοντας στα γύφτικα, κοιτάζει αγριεμένος προς τα επάνω στο μέρος που ήμαστε εμείς γιατί άκουσε τις παιδικές μας φωνές και τα γέλια ορμάει προς το μέρος μας, νομίζοντας ότι εμείς ήμασταν οι αίτιοι εκείνης της συμφοράς.
Ο Λάκης, πιο μεγάλος από εμένα, κατάλαβε τον κίνδυνο βλέποντας τον Γύφτο την στιγμή που το φεγγάρι ξεπρόβαλε μέσα απ τα σύννεφα και φώτισε για λίγο να τρέχει γεμάτος μίσος προς το μέρος μας. Μου λέει τρομαγμένος: <<Ο Γύφτος θα μας σκοτώσει, πήδα!>> Από το κάτω μέρος του δρόμου, ήταν μάντρα και το έδαφος είχε μεγάλη κατηφορική ρύση και μετά από αρκετά μέτρα άλλη μάντρα με μεγαλύτερο ύψος και εκείνο το έδαφος ήταν περισσότερο κατηφορικό και απότομο. Που να πηδήσω εγώ; Μικροκαμωμένο όπως ήμουνα δεν το τόλμησα. Ο Λάκης εξαφανίστηκε την ώρα που παραλίγο να πέσει στα χέρια του Γύφτου. Στο αριστερό μέρος του δρόμου ήταν μάντρα ψιλή και εκεί ήταν φυτρωμένος ένα πυκνός θάμνος (ζβοϊρη) Εγώ από ένστικτο, τρύπωσα τρομαγμένο μέσα σ εκείνο τον θάμνο και όπως ήμουνα μικρό, δεν φαινόμουνα πουθενά. Ο Γύφτος αφού απέτυχε να αρπάξει κάποιο από τα θύματά του, κάθισε ακριβώς δίπλα μου και ξεστομίζοντας βρισιές, φώναξε δυνατά: << Γλυτώσατε από του Χάρου τα χέρια. Αν σας έπιανα παλιόπαιδα, θα σας έσκιζα με νύχια και με δόντια! >> Πάγωσε το αίμα μου από την τρομάρα. Ακούγοντας τη λέξη <<Χάρος>>, ένιωσα πως ήταν και η τελευταία μου στιγμή και εκεί θα παρέδινα την ψυχή μου. Έμεινα παγωμένο και ασάλευτο. Ήταν τόσο κοντά μου, που φοβήθηκα μην ακούσει και την ανάσα μου ακόμη. Μέσα απ την κρυψώνα μου και της στιγμές που το φεγγάρι φώτιζε τον τόπο, έβλεπα τον γύφτο να μοιάζει σαν ένας πελώριος μαύρος Αράπης και πότε να χάνεται και να γίνετε ένα με το σκοτάδι
Τα δευτερόλεπτα ήταν ατέλειωτα, η καρδιά μου χτύπαγε σαν την καρδιά ενός αδύναμου και τρομαγμένου πουλιού που βλέπει κάποιο αρπακτικό έτοιμο να το ξεσκίσει με τα νύχια του. Ήμουνα έτοιμο να καταρρεύσω. Ήθελα να του φωνάξω να με λυπηθεί, να μη μου κάνει κακό, μα εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια ζεστή υγρασία να πλημμυρίζει το παντελόνι μου, να κατρακυλά, να μου παγώνει τα πόδια μου και να μου γεμίζει τα λαστιχένια μου παπούτσια έτσι έδιωξα εκείνες της σκέψεις απ το μυαλό μου. Επιτέλους φεύγει από τη θέση εκείνη και μόλις απομακρύνθηκε λίγα μέτρα, το βάζω στα πόδια, ακούει ο Γύφτος το θόρυβο που έκανα και σταματά ξαφνιασμένος και κοιτάζει προς το μέρος μου. Δεν πίστευε στα μάτια του πως ήμουνα τόσο κοντά του και δεν με είδε. Εγώ όμως δε σταμάτησα ούτε στιγμή να τρέχω και να βγάζω κραυγές πανικού με όση δύναμη είχα. Τα παπούτσια μου με δυσκόλευαν και μου μείωναν την ταχύτητα από την υγρασία που είχαν. Τα βγάζω και τα πετώ με δύναμη. ‘Έτσι ξυπόλητος έτρεχα πιο γρήγορα και απομακρύνθηκα από τον παραλίγο φονιά που πήγε να μου κόψει το νήμα της ζωής μου. Έτσι κατάφερα τρέμοντας και χωρίς παπούτσια και με το φως του φεγγαριού να φτάσω στην απάνω γειτονιά.
Βρίσκω το δόλιο τον Λάκη να με περιμένει μέσα στα αίματα και γεμάτος αγωνία για τη δική μου τύχη, Τον είδα και τον λυπήθηκα έτσι που ήταν καταντημένος. Πρόσωπο, χέρια και γόνατα γδαρμένα και ματωμένα, γεμάτα πληγές. Στην προσπάθειά του να γλιτώσει από τον γύφτο πήδηξε την μάντρα, χάνει την ισορροπία του από την κατηφόρα που είχε το έδαφος, παίρνει κουτρουβάλα και πέφτει στη δεύτερη και πιο επικίνδυνη μάντρα από κάτω και όπως τύχαινε να σκοτεινιάζει κατρακυλούσε στα τυφλά για αρκετά μέτρα χτυπώντας από πέτρα σε πέτρα με τη φόρα που είχε. Σακατεύτηκε ο δύστυχος! Μόλις ανταμωθήκαμε ξεσπάσαμε και οι δύο σε λυγμούς. Ακόμη μέχρι σήμερα θυμόμαστε με πόνο και δεν θα ξεχαστεί η στιγμή εκείνη που είχα την ατυχία να συναντήσω έτσι ξαφνικά και απροσδόκητα το Χάρο.
Κατεβαίνοντας την άλλη μέρα με φόβο και αγωνία για να πάω στο σχολείο μου, έψαχνα ανήσυχος για τα παπούτσια μου, τα βρήκα στο σημείο που τα είχα πετάξει και σε κάποια απόσταση το ένα από το άλλο, τα φόρεσα και τράβηξα για το σχολειό. Σαν έφτασα στο σημείο του τσαντιριού είδα με ανακούφιση να λείπει από τη θέση του. Τότε ένιωσα γαλήνη να γεμίζει την καρδιά μου και να φεύγει ο μεγάλος φόβος απ την ψυχή μου.
Ο Γύφτο Νιόνιος μάζεψε την οικογένειά του με όλα του τα πράγματα και πριν καλά ξημερώσει έφυγε για άλλα μέρη. Δεν μπόρεσε να αντέξει αυτό που του συνέβη εκείνο το βράδυ. Έφυγε και ίσως να μην ξαναπάτησε ποτέ το πόδι του στο χωριό μου
Στο σημείο που ήταν στημένο το τσαντίρι, είχε σχηματιστεί ένας κύκλος και στο κέντρο του είχε απομείνει η στάχτη από την φωτιά που έκαιγε τις ημέρες εκείνες σε εμένα όμως παραμένει άσβεστη στη μνήμη μου η εικόνα εκείνης της βραδιάς.
-ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΠΑΤΗΣΑΝ ΤΟ ΧΩΜΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΟΥ-
ΠΕΤΡΟΣ ΠΟΛΥΖΟΣ |